-
1 νεφος
-
2 δυσουριστος
-
3 επιπελομαι
(преимущ. part. aor. sync. ἐπιπλόμενος) приходить, надвигаться, наступатьὄγδοον ἐπιπλόμενον ἔτος ἦλθεν Hom. — настал восьмой год;
См. также в других словарях:
επιπέλομαι — ἐπιπέλομαι (Α) [πελομαι] 1. επέρχομαι, προσβάλλω, επιτίθεμαι («τά τ’ ἐπ’ ἀνθρώποισι πέλονται», Ομ. Οδ.) 2. ενσκήπτω («οὐδέ τις ἄλλη νοῡσος ἐπὶ στυγερὴ πέλεται... βροτοῑσι», Ομ. Οδ.) 3. ποιητ. τ. τής μτχ. αορ. β’, ἐπιπλόμενος α) ο επερχόμενος,… … Dictionary of Greek